ανασκευαστικός

ανασκευαστικός
-ή, -ό (Α ἀνασκευαστικός, -ή, -όν)
ο ικανός ή κατάλληλος να ανασκευάζει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀνασκευαστικός — destructive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανασκευαστικός — ή, ό ο κατάλληλος για ανασκευή: Δε χρειαζόταν και μεγάλη ανασκευαστική ικανότητα για να ανατραπεί η κατηγορία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνασκευαστικά — ἀνασκευαστικός destructive neut nom/voc/acc pl ἀνασκευαστικά̱ , ἀνασκευαστικός destructive fem nom/voc/acc dual ἀνασκευαστικά̱ , ἀνασκευαστικός destructive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνασκευαστικῶν — ἀνασκευαστικός destructive fem gen pl ἀνασκευαστικός destructive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνασκευαστικόν — ἀνασκευαστικός destructive masc acc sg ἀνασκευαστικός destructive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνασκευαστικαῖς — ἀνασκευαστικός destructive fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνασκευαστικοῖς — ἀνασκευαστικός destructive masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνασκευαστικοί — ἀνασκευαστικός destructive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνασκευαστικοῦ — ἀνασκευαστικός destructive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνασκευαστικούς — ἀνασκευαστικός destructive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”